-
1 πλεῖστος
πλεῖστος, superl. zu πολύς, der, die, das meiste, sehr viel; auch von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; Hom. ᾖ δὴ πλεῖστον ὅμιλον ὅρα, Il. 15, 616; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί, die meisten u. besten, 2, 577, u. öfter; πλειστον κακόν, das größte Uebel, Unglück, Od. 4, 697; πλείστη κόνις, καλάμη, Il. 13, 335. 19, 222; ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος, Pind. N. 7, 24; πλείστα χρῆσις, Ol. 10, 1; ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Aesch. Prom. 829; εἷς ἀνὴρ πλεῖστον πόνον ἐχϑροῖς παρασχών, Pers. 319; ποίμναις τὰ πλεῖστα τοῦ βίου ξυνειπόμην, Soph. O. R. 1125, u. πλεῖστον adverbial, ὃν πλεῖστον φιλεῖ, ib. 612; selbst beim superl., πλεῖστον κάκιστος, O. C. 745, τῆς πλεῖστον ἐχϑίστης ἐμοὶ ἐχίδνης, Phil. 627; Eur., Ar., u. in Prosa überall; αὐτῷ ἡ πλείστη γνώμη ἦν, er war am meisten der Meinung, hatte die stärkste Neigung, Her. 5, 126; auch πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ, 7, 220, u. πλεῖστός ἐστιν ἔν τινι, er ist am meisten damit beschäftigt, spricht viel davon; πλείστου ἄξιος, Plat. Rep. I, 331 a; ὅτι νῠν ἐσμεν ἐν ἀγνοίᾳ τῇ πλείστῃ περὶ αὐτοῦ, Soph. 249 e. Häufig περὶ πλείστου ποιεῖσϑαί τι, Etwas am höchsten schätzen, Thuc. u. A.; – ὅσοι πλεῖστοι, ὅσα πλεῖστα, so viel wie möglich, Her. 1, 14. 6, 44 u. sonst; auch ὅτι πλεῖστος, Thuc. u. A. – Scheinbar als compar. mit folgdm ἤ, Her. 2, 35, wo Bekker πλέω lies't.
-
2 ἐλάχιστος
ἐλάχιστος, superl. von ἐλαχύς, der kleinste, geringste, schlechteste; γέρας οὐκ ἐλ. H. h. Merc. 570; δύναμις οὐκ ἐλ. Her. 7, 168; Folgde; bes. mit der negat., οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται Plat. Phaedr. 233 e; Ggstz μέγιστος; von Schiffen, Thuc. 1, 10; τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσϑαι Plat. Apol. 30 a. – Adv., τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, zum wenigsten, wenigstens; Plat. Parm. 142 e; Xen. An. 5, 7, 5 u. A.; ὡς ἐλάχιστα διαλέγεσϑαι Plat. Phaed. 63 d; ἐπ' ἐλάχιστον, so wenig wie möglich, Thuc. 1, 70. 2, 45; δι' ἐλαχίστου, in sehr kurzer Zeit, Thuc. Auch von der Zahl, ὅπως ὅτι ἐλαχίστοις συνέβη ἀκοῠσαι Plat. Rep. II, 378 a; Ggstz πλεῖστος, Xen. Mem. 4, 4, 17; Plut. Pericl. 23. – Spätere haben einen compar. u. superl. ἐλαχιστότερος u. ἐλαχιστότατος, Sezt. Emp. adv. phys. 9, 406, N. T.
См. также в других словарях:
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
πλειστάκις — ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλεον άκις)] … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek