Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὅτι πλεῖστος

См. также в других словарях:

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • πλειστάκις — ΝΜΑ, πλειστάκι ΜΑ επίρρ. πάρα πολλές φορές, δηλαδή συχνά («ὅτι πλειστάκις πονηρεύεσεταί σε», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλεον άκις)] …   Dictionary of Greek

  • όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»